- εναγκαλισμός
- οτο αγκάλιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εναγκαλισμός — ο η περίπτυξη, το αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
ασπασμός — ο (AM ἀσπασμός) [ασπάζομαι] 1. το φίλημα 2. ο χαιρετισμός μσν. νεοελλ. 1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό 2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας νεοελλ. 1. το φίλημα, η… … Dictionary of Greek
αγκάλιασμα — το [αγκαλιάζω] κλείσιμο, σφίξιμο στην αγκαλιά, εναγκαλισμός, περίπτυξη … Dictionary of Greek
αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
κόμπλεξ — και κομπλέξ, το (ψυχολ.) σύμπλεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. complex < λατ. ουσ. complexus «εναγκαλισμός» < complexus, μτχ. τού ρ. complector «περιβάλλω, εναγκαλίζομαι, αγκαλιάζω»] … Dictionary of Greek
περίλημμα — τὸ, Α [περιλαμβάνω] εναγκαλισμός, περίπτυξη … Dictionary of Greek
περίληψη — η / περίληψις, ήψεως, ΝΜΑ [περιλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιλαμβάνω 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) σύντομη απόδοση τού περιεχομένου ενός κειμένου ή μιας ομιλίας («εν περιλήψει» και «σε περίληψη» σύντομα, με λίγα λόγια) 3.… … Dictionary of Greek
περίπτυξη — η / περίπτυξις, ύξεως, ΝΑ [περιπτύσσω] περιβολή κάποιου με τους βραχίονες, εναγκαλισμός («κλαυθμοῑς καὶ περιπτύξεσι τοῡ νεκρού», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
περιασπασμός — ὁ, Α [περιασπάζομαι] εναγκαλισμός … Dictionary of Greek